- σόκιν
- άκλ. 1. επίθ. скабрёзный, шокирующий;
εικόνα σόκιν — непристойная картина;
2. (τό ) скабрёзность, непристойность;μιλάει όλο σόκιν — он всё время говорит непристойности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εικόνα σόκιν — непристойная картина;
μιλάει όλο σόκιν — он всё время говорит непристойности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σόκιν — επίθ. άκλ. (λ. αγγλ.) 1. άσεμνος, αισχρός 2. ως ουσ., σόκιν, το ανέκδοτο τολμηρό που προσβάλλει την αιδημοσύνη: Στις συντροφιές λέει διαρκώς σόκιν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σόκιν — το, Ν 1. καθετί που προσβάλλει το κοινό αίσθημα ντροπής 2. αισχρολογία, βωμολοχία 3. άσεμνο ανέκδοτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shocking] … Dictionary of Greek